- ἐνάριθμος
- ἐνάριθμοςtaken into accountmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενάριθμος — η, ο (AM ἐνάριθμος, ον) νεοελλ. ο αριθμημένος («ενάριθμα γραμματόσημα» ειδικά γραμματόσημα για είσπραξη, από τον παραλήπτη, τού ελλιπούς τέλους ταχυδρομούμενων αντικειμένων, αλλιώς «εισπρακτέα») αρχ. 1. εναρίθμιος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
ἐνάριθμον — ἐνάριθμος taken into account masc/fem acc sg ἐνάριθμος taken into account neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρίθμοις — ἐνάριθμος taken into account masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρίθμους — ἐνάριθμος taken into account masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρίθμων — ἐνάριθμος taken into account masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάριθμα — ἐνάριθμος taken into account neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνάριθμοι — ἐνάριθμος taken into account masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
ԹՈՒԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 0820 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 12c ա. ἑναρίθμιος, ἑναρίθμος adnumerandus կամ բայիւ, συναριθμέω, ἑναριθμέω cunnumero, adnumero, or Ի միասին թուեալ. ʼի մի կարգ դասեալ կամ համարեալ. *Զանց զառաջինն առնել չար ախտի … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)